Prelude

A Prelude

One is often guided in future endeavors by preceding experiences and influences; I am no different in this regard. I have always been fascinated by the logic behind finance and economic issues; I guess this stems from interjections made by my parents whiles we listened to the news. Growing up, whiles most of my peers ‘worshipped’ football players and musicians I spoke of the likes of Alan Greenspan and Warren Buffet to their dismay – this often chastised habit of the boy has grown up with the man. I must say it’s an interesting time to be a student or researcher in the field of economics or finance. Being of Greek extraction has also somehow hardened my resolve to understand why basic economic and financial principles when violated can bring about an all-out economic catastrophe with seemingly endless repercussions.

Considering every single facet with regards to our modern world, the relevance of finance as a discipline cannot be emphasized enough. Its ability to change human lives is tremendous. From microfinance schemes such as those envisioned by the Fulbright scholar Muhammad Yunus in Bangladesh to complex financial derivatives used by firms to create wealth and alleviate poverty. It is clear this academic field has far reaching benefits and accompanying downsides. It is my belief that for the full potential of this tool to be realized, a thorough understanding is prerequisite in order to avoid the turmoil that we face in this age of austerity. I admit that an understanding of finance does not serve as a silver bullet or panacea to the social problem that is poverty but it can serve as a stepping stool in tackling this rather depressing issue. Welcome...

Wednesday, August 31, 2011

Η πτώση της αμερικανικής καινοτομίας




Του Chris Farrell


Στην στροφή του 20ου αιώνα, το Διοικητικό Συμβούλιο της τράπεζας Cleveland Trust Co. συνεδρίαζε σε εβδομαδιαία βάση για να επιθεωρήσει τα τραπεζικά δάνεια. Σύμφωνα με τα πρακτικά των συνεδριάσεων, το Δ.Σ. έλεγχε σχολαστικά τις αιτήσεις χορήγησης δανείων, ιδίως αυτές που υπέβαλλαν οι τοπικοί επιχειρηματίες. Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1920, τα πρακτικά σταδιακά αντανακλούν ένα Δ.Σ. λιγότερο επικεντρωμένο στο δανεισμό των τοπικών επιχειρήσεων και περισσότερο προσανατολισμένο προς την αποστολή χρημάτων στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. «Ο πρότερος διεξοδικός έλεγχος αποτελούσε πια παρελθόν», λέει η Margaret Levenstein, εκτελεστική διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Δεδομένων του Πανεπιστημίου του Michigan, η οποία μελέτησε τα πρακτικά της ανωτέρω τράπεζας στο πλαίσιο ενός υπό εξέλιξη ερευνητικού έργου. «Αυτό που τους ενδιέφερε πλέον ήταν η κερδοσκοπία».


Το 1929, όταν η αγορά κατέρρευσε, τα οικονομικά της τράπεζας δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα. Η Cleveland Trust επιβίωσε της Μεγάλης Ύφεσης, καθώς και μιας μαζικής απόσυρσης καταθέσεων το 1933, η οποία έληξε όταν ο πρόεδρος της τράπεζας, Harris Creech, ανέβηκε σε ένα γραφείο και καθησύχασε τους νευρικούς πελάτες. Όμως η στροφή της τράπεζας προς την κερδοσκοπία είναι χαρακτηριστική της κούρσας του τραπεζικού κλάδου 75 χρόνια αργότερα για την αποκόμιση γρήγορου κέρδους. Η άνοδος και η πτώση της οικονομίας του Cleveland από τη δεκαετία του 1870 έως τη δεκαετία του 1930 μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί υστερεί σήμερα η αμερικανική επιχειρηματικότητα, η οποία αποτελεί κλειδί για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.


Παρά το ντόρο που έχει δημιουργηθεί στις επιχειρηματικές δημοσιεύσεις για τολμηρά start-ups, αλλά και τις τηλεοπτικές διαφημίσεις που εγκωμιάζουν τη χαρά του να ξεκινά κανείς κάτι καινούριο μόνος του, η αμερικανική επιχειρηματικότητα υστερεί σε σχέση με το παρελθόν. Στις ΗΠΑ ξεκίνησαν λιγότερες νέες εταιρείες που απασχολούσαν τουλάχιστον έναν εργαζόμενο το 2007 σε σχέση με το 1990, σε συνάρτηση με την αύξηση του πληθυσμού, σύμφωνα με τον Scott Shane, καθηγητή επιχειρηματικών σπουδών στο Case Western University. Εκτός αυτού, οι νέες εταιρείες που τελικά ιδρύονται απασχολούν λιγότερο προσωπικό, όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι Robert Litan και E.J. Reedy. Όπως διαπίστωσαν οι ίδιοι σε μια πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Kauffman, τη δεκαετία του 1990 οι νέες επιχειρήσεις ξεκινούσαν με περίπου 7,5 θέσεις εργασίας κατά μέσο όρο, έναντι 4,9 θέσεων εργασίας τη δεκαετία του 2000.


«Η σύσταση νέων επιχειρήσεων με ταυτόχρονη δημιουργία θέσεων απασχόλησης ακολουθεί πτωτική τάση», λέει ο Shane. «Κατά τη διάρκεια της ύφεσης η τάση αυτή επιταχύνθηκε σημαντικά».


Δικτυωμένη οικονομία


Και εδώ επανέρχεται η περίπτωση του Cleveland. Από τη δεκαετία του 1870 έως τη Μεγάλη Ύφεση, το Cleveland αποτελούσε επίκεντρο τεχνολογικής καινοτομίας, με δίκτυα επιχειρηματιών, νεοϊδρυθείσες εταιρείες και χρηματοδότες. Οι καινοτόμοι επιχειρηματίες της εποχής οικοδομούσαν εταιρείες που δραστηριοποιούνταν σε βασικούς τομείς της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, όπως ο σίδηρος και ο χάλυβας, οι εργαλειομηχανές, τα αυτοκίνητα, ο ηλεκτρικός εξοπλισμός και τα χημικά προϊόντα. Η δικτυωμένη οικονομία του Cleveland θυμίζει τη σημερινή Silicon Valley, σύμφωνα με μια σειρά ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων της καθηγήτριας οικονομικής ιστορίας Naomi Lamoreaux του Πανεπιστημίου Yale και της Margaret Levenstein του Michigan.


Αναμφίβολα το Cleveland ήταν ευνοημένο από γεωγραφικής πλευράς, καθώς η περιοχή ήταν πλούσια σε φυσικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου. Αναδείχτηκε σε βασικό κέντρο μεταφορών, με πρόσβαση στη διώρυγα Erie και τη λίμνη Erie, καθώς και σε τρεις κύριες σιδηροδρομικές γραμμές. Όμως με τα στάνταρ της εποχής, το Οχάιο είχε ένα σωστά ρυθμιζόμενο τραπεζικό κλάδο, σχετικά ίση κατανομή εισοδήματος και μορφωμένο εργατικό δυναμικό, λέει η Levenstein. Η ελίτ της κοινότητας, ωθούμενη από την επιθυμία για κέρδος, έκανε μεγάλες επενδύσεις στην υποδομή. Παραδείγματος χάρη, η Σχολή Εφαρμοσμένων Επιστημών Case (το σημερινό Πανεπιστήμιο Case Western) ιδρύθηκε το 1880, ενώ το Χρηματιστήριο του Cleveland, το οποίο ξεκίνησε τις εργασίες του το 1900, τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του είχε περισσότερες εισηγμένες βιομηχανικές εταιρείες από το - μεγαλύτερο - Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.


«Πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν στην οικονομία και δεν ήταν εξασθενημένοι οικονομικά», λέει η Levenstein. «Τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τοπικών παραγόντων ήταν συνδεδεμένα με τις υποδομές της περιοχής».


Η σύγχρονη Αμερική δεν έχει καταφέρει να προβεί στις επενδύσεις ενίσχυσης της παραγωγικότητας που έδωσαν ώθηση στην επιχειρηματικότητα του Cleveland την εποχή εκείνη. Σε αναπροσαρμοσμένα βάσει πληθωρισμού δολάρια, οι δαπάνες για την υποδομή των ΗΠΑ κυμαίνονται στα επίπεδα του 1968.


Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα σημεία κυκλοφοριακής στένωσης και συμφόρησης των εμπορευματικών μεταφορών κοστίζουν στην κατά πολύ μεγαλύτερη σημερινή οικονομία περίπου $200 δισ. ετησίως, ή το 1,6% του ΑΕΠ της χώρας, σύμφωνα με την Έκθεση Υποδομής Μεταφορών του 2011. Επίσης, η δημόσια χρηματοδότηση της ανώτερης εκπαίδευσης έχει μειωθεί σε σχέση με τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ενώ κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης οι περικοπές ήταν δραστικές. Η ομοσπονδιακή συμμετοχή στις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη δεν έχει ξεπεράσει το φράγμα του 1% του ΑΕΠ από το 1992, ενώ το 2008 ήταν μόλις 0,73%.


Το εισόδημα του εργατικού δυναμικού συρρικνώνεται


Σήμερα το κομμάτι της οικονομικής πίτας που αναλογεί στους εργαζόμενους είναι μικρότερο. Το συρρικνωμένο πορτοφόλι και ο μειωμένος οικογενειακός προϋπολογισμός του μέσου εργαζόμενου μπορούν να αποτυπωθούν μέσω διάφορων μετρητικών στοιχείων, όμως το πιο ενδιαφέρον είναι η συρρικνωμένη συμμετοχή τους στο εθνικό εισόδημα. Το μερίδιο του εργατικού δυναμικού αντιστοιχούσε κατά μέσο όρο στο 64,3% από το 1947 έως το 2000, σύμφωνα με τη Μηνιαία Έκθεση Εργασίας των Susan Fleck, John Glaser και Shawn Sprague που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2011. Την τελευταία δεκαετία το μερίδιο αυτό έπεσε στο χαμηλότερο καταγεγραμμένο σημείο, το 57,8% το τρίτο τρίμηνο του 2010. Τη δεκαετία του 2000 η κερδοσκοπία του κλάδου των οικονομικών υπηρεσιών έφτασε σε επίπεδα - ρεκόρ.


Φυσικά από τις ΗΠΑ δεν λείπουν οι αξιοσημείωτες περιπτώσεις επιχειρηματικής καινοτομίας, όπως είναι η Apple (AAPL), το Facebook και η Google (GOOG). Η Silicon Valley αποτελεί παγκόσμιο επίκεντρο για τις πλέον προηγμένες πληροφοριακές τεχνολογίες, όπως είναι το mobile Internet και οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι η αποτυχία των επιχειρήσεων, της κυβέρνησης και των οικονομικών ελίτ να συνεργαστούν για να χρηματοδοτήσουν το είδος των επενδύσεων που τροφοδοτούν τα δίκτυα της καινοτομίας αποτελεί φραγμό στην ίδρυση νέων εταιρειών.


Το δίκτυο καινοτομίας του Cleveland δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το πλήγμα της Μεγάλης Ύφεσης. Πολλές μικρές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν τη δεκαετία του 1920 δεν άντεξαν τη μακρά περίοδο της οικονομικής κάμψης, σύμφωνα με τις Lamoreaux και Levenstein. Ποιος επιβίωσε, λοιπόν; Η απάντηση είναι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις με τους ισχυρότερους ισολογισμούς και την αφθονία των πόρων.


Την τρέχουσα περίοδο της μεγάλης οικονομικής συρρίκνωσης, η ιστορία ίσως να επαναλαμβάνεται. Τα τελευταία δέκα συνεχόμενα τρίμηνα οι μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις ενίσχυσαν τη ρευστότητά τους, φτάνοντας στο επίπεδο – ρεκόρ των $963 δισ., 58% πάνω από το αντίστοιχο ποσό του Δεκεμβρίου του 2007. Τη στιγμή που οι μεγάλες αυτές επιχειρήσεις συσσωρεύουν ρευστό, ο αριθμός των νέων εταιρειών που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης πέραν του ιδιοκτήτη έπεσε κατά 27% από το 2006, σύμφωνα με τους Litan και Reedy. Άραγε πρόκειται για σύμπτωση;


Δεν υπάρχει μια απλή απάντηση στο πρόβλημα της πτωτικής πορείας της επιχειρηματικότητας στις ΗΠΑ. Το ερώτημα είναι, χωρίς μεγαλύτερες προσπάθειες αναστροφής της τάσης αυτής, η αμερικανική οικονομία θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Cleveland, το οποίο από κέντρο καινοτομίας το 1870 κατέληξε να είναι σύμβολο της λεγόμενης «ζώνης της σκουριάς» (Rust Belt) το 1970; Η σκέψη αυτή είναι απλώς ανατριχιαστική.

Ο Farrell είναι οικονομικός συντάκτης του Bloomberg Businessweek. Είναι παρουσιαστής του Marketplace Money και ραδιοφωνικός παραγωγός της εκπομπής Marketplace.

No comments:

Post a Comment